Δρακολίμνες

 

Δύο από τις πιο περίεργες λίμνες βρίσκονται πάνω στην Πίνδο, άγνωστες σχεδόν στην Ελλάδα έξω από τα σύνορα τού Μετσόβου, των Γρεβενών και της Σαμαρίνας. «Δρακολίμνες» ονομάζονται, και ή μια είναι κοντά στην κορυφή Γκαμήλα, συγκεκριμένα σε υψόμετρο 1.900 μέτρων, ενώ ή άλλη είναι στο αυτό περίπου ύψος, αλλά κοντά στην κορυφή Σμόλικα.

Η Δρακολίμνη της Γκαμήλας έχει διάμετρο 112 μέτρα, το σχήμα της είναι κυκλικό και το βάθος της στο κέντρο φθάνει τα 12 μέτρα. Το χειμώνα ή λίμνη παγώνει τελείως και σκεπάζεται με χιόνι, το καλοκαίρι όμως το νερό της διατηρείται ζεστό. Έχει θερμοκρασία 18ο ενώ οι βρύσες στις γύρω περιοχές διατηρούν θερμοκρασία μόλις 1-4ο άνω τού μηδενός. Υποτίθεται ότι κάποια θερμοπηγή φωλιάζει στο βάθος των νερών της και ότι γι’ αυτό τα ζεσταίνει. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τη Δρακολίμνη του Σμόλικα, ή οποία έχει τις αυτές διαστάσεις με τη λίμνη της Γκαμήλας. Είναι αληθινά περίεργο το φαινόμενο τούτο της εκπληκτικής ομοιότητάς των.

Πανομοιότυπες όμως οι δύο αυτές περίεργες λίμνες, παρουσιάζουν και μια εκπληκτική διαφορά. Η Δρακολίμνη της Γκαμήλας έχει στις όχθες της μαύρο χώμα, σπαρμένο με άσπρες πέτρες. Η Δρακολίμνη τού Σμόλικα έχει στις όχθες της άσπρο χώμα, πού όμως είναι σπαρμένο με μαύρες πέτρες. Το φαινόμενο τούτο δεν έχει διερευνηθεί ακόμη γεωλογικά, αλλά οι ποιμένες της περιοχής δίνουν τη δική τους εξήγηση.

Λέγουν, ότι, σύμφωνα με τις παραδόσεις των, και στη μία και στην άλλη λίμνη φωλιάζουν δύο Δράκοι, πού έχουν μόνιμη έχθρα μεταξύ τους. ‘Όταν αγριεύουν, ό ένας πετροβολά τον άλλο. Τα άσπρα λιθάρια της λίμνης Γκαμήλας είναι εκείνα πού εκσφενδονίζει ό Δράκος του Σμόλικα, πού Τα είχε πάρει από τη λίμνη του με το άσπρο χώμα. Και, αντίστροφα, τα μαύρα λιθάρια της λίμνης του Σμόλικα είναι εκείνα Πού εκσφενδονίζει ό Δράκος της Γκαμήλας, πού και εκείνος τα πείρε από τη’ δική τον λίμνη με το μαύρο χώμα.

Κα στις δύο λίμνες ζουν μικρές σαλαμάνδρες δύο ειδών: μαύρες και σταχτιές, με στίγματα ολοκίτρινα. Συχνά οι ανεμοδαρμένες αυτές κορυφές της Πίνδου σαρώνονται από θύελλες. Και τότε οι Δρακολίμνες δημιουργούν ένα σπάνιο φαινόμενο: Σχηματίζονται σίφωνες πού αναρροφούν το νερό των λιμνών και μαζί με αυτό και τις σαλαμάνδρες του. Με τη βροχή, πού εξαπολύεται ύστερα, πέφτουν και οι σαλαμάνδρες ξανά στις πλευρές τού βουνού. Φυσικά το φαινόμενο γεννά πολλές δεισιδαιμονίες στους απλοϊκούς Σαρακατσάνους της Γκαμήλας και τού Σμόλικα, πού πιστεύουν ότι ό ένας από τούς δύο Δράκους ρουφά το νερό της άλλης Δρακολίμνης και ύστερα «φτύνει» τις άτυχες σαλαμάνδρες.


Οι ίδιοι διατηρούν αρκετές δοξασίες, σχετικές με τις δύο περίεργες λίμνες. Μία απ’ αυτές βεβαιώνει ότι «ένα βράδυ βγήκε από τα νερά της Δρακολίμνης τού Σμόλικα ένα μεγάλο άγριο κριάρι, που πρώτη φορά το έβλεπαν οι γύρω βοσκοί. Το κριάρι βέλαξε, καλώντας τα πρόβατα που έβοσκαν στο βουνό γύρω από τη λίμνη, και τότε όλα έτρεξαν ξοπίσω του. Τότε κι’ εκείνο πήδησε μέσα στη Δρακολίμνη και τα νερά κατάπιαν τα κοπάδια των τσοπάνηδων, που απόμειναν μονάχοι να κλαίνε την ξαφνική συμφορά τους. «Έμειναν αυτοί και ή γλίτσα τους», πού λέει ό λόγος. Το μεγάλο εκείνο κριάρι ήταν ό Δράκος της λίμνης τού Σμόλικα, πού είχε επιθυμήσει αρνίσιο κρέας! Από τότε, οι Σαρακατσάνοι αποφεύγουν να βοσκούν τα κοπάδια τους κοντά στις Δρακολίμνες, μήπως και ξανάρθει στους δύο Δράκους ή επιθυμία να ρουφήξουν τα πρόβατά τους.

 

Το πάθημα του Αλί πασά

Λέγουν επίσης, ότι οι Δράκοι δεν επιτρέπουν να αναμειχθεί στις λίμνες τους κανένας άλλος, οποιοσδήποτε κι’ αν είναι. Και μάλιστα προσθέτουν, ότι βομβαρδίζουν με άγριο χαλάζι εκείνον πού θα επιχείρηση να το κάμει. Οι κάτοικοι στα Ζαγόρια διηγούνται, ότι ό Αλί πασάς τον Ιούλιο τού 1814, όταν κυριαρχούσε στα Γιάννινα και έκανε την Ήπειρο και την Αρβανιτιά να τρέμουν, θέλησε να ανεβάσει πάνω στη Δρακολίμνη της Γκαμήλας δύο βάρκες, δύο μονόξυλα, από τη λίμνη των Ιωαννίνων. Κατόρθωσε να φέρει τις βάρκες του έως την κορυφή των Ζαγοριών, αγγαρεύοντας άντρες και γυναίκες της περιοχής. Η μία βάρκα όμως που εσύρθει έως ένα ξωκλήσι τού Προφήτη Ηλία, έξω από το Καπέσοβο, καταστράφηκε και διαλύθηκε επί τόπου και από τότε ή κορυφή εκείνη ονομάζεται Μονόξυλο. Την άλλη την ανέβασαν έως το χωριό Ροδόβολη. Ξαφνικά όμως, και, ενώ ό Αλής ετοιμαζόταν να ριχτή στο πλούσιο γεύμα πού τού ετοίμασαν οι φοβισμένοι από την παρουσία του κάτοικοι και ενώ ή ημέρα ήταν λαμπρή και μεσουρανούσε ό ήλιος, ξέσπασε απροσδόκητα τρομερή καταιγίδα με βροχή από κεραυνούς και με χοντρό χαλάζι, που αναποδογύρισε τις τέντες τού πασά και κατάστρεψε τη βάρκα. Τόσο πολύ τρομοκρατήθηκε ό Αλής από τη φοβερή εκείνη χαλαζοθύελλα, ώστε καβάλληκε αμέσως το άλογό του και μέσα από στενά μονοπάτια κατρακύλησε έως το Σκαμνέλι. Μόλις όμως εγκατέλειψε το βουνό, αμέσως ή καταιγίδα σταμάτησε και ό ουρανός καθάρισε. Εκείνος όμως δεν τόλμησε να ξαναγυρίσει.

Λίγο διάστημα αργότερα ή νωρίτερα, κάποιος Φάλαρης προσπάθησε κι’ αυτός ν’ ανεβάσει βάρκα στη μια Δρακολίμνη. Αλλά και αυτός δέχθηκε την επίθεση σφοδρότατης χαλαζοθύελλας και τρομοκρατημένος ετράπη σε άτακτη φυγή παρατώντας τη βάρκα του, πού την διέλυσαν οι Σαρακατσάνοι.

Από τότε κανείς ποτέ, ούτε ό Αλής, ούτε άλλος, διενοήθει να ανεβάσει βάρκα στις Δρακολίμνες, Πού από τότε παραμένουν ανάμεσα στους όγκους των πανύψηλων βουνών, απομονωμένες και ανεξερεύνητες.

 


Οι καταβόθρες

 

Γενικά ή Ελλάδα είναι χώρα φτωχή σε ποτάμια και λίμνες ή, γενικότερα, σε νερά, με αποτέλεσμα να είναι εξ ίσου φτωχή σε βλάστηση. Και το γνώρισμα της ελληνικής υπαίθρου είναι τα φαλακρά βουνά, το γυμνό τοπίο, οι καχεκτικοί ποταμοί και οι ξεροπόταμοι.

Το κακό επεκτείνεται με το «καρστικό» φαινόμενο της ελληνικής γης. Η λέξη προήλθε από την περιοχή Κάρστ της Γιουγκοσλαβίας, όπου παρατηρείται το ίδιο φαινόμενο σε ιδιαίτερα μεγάλη έκταση και σημαίνει την υπόγεια διαφυγή των υδάτων τής επιφάνειας. Το φαινόμενο αυτό συμβαίνει, όταν το έδαφος είναι ασβεστολιθικό. Εκεί ό πυθμένας των λιμνών και των ποταμών υφίσταται διάβρωση και σχηματίζονται υπόγειοι αγωγοί, πού μέσα από την ασβεστολιθική μάζα μεταφέρουν το νερό σε άλλα χαμηλότερα και συνήθως πολύ μακρινά σημεία, όπου και ξαναπαρουσιάζονται ως πηγές ή τροφοδοτούν ποταμούς. 0 λαός τους αγωγούς αυτούς τούς ονομάζει «καταβόθρες» και όχι σπάνια τις συνδέει με παραδόσεις και μυθοπλασίες για δράκους και στοιχειά, πού ρουφούν το νερό.

0ι καρστικές καταβόθρες παίζουν σημαντικότατο ρόλο στην υδρολογία της Ελλάδος. Ολόκληρες λίμνες (Φενεός της Πελοποννήσου) ή ποταμοί (Μέλας της πεδιάδας της Κωπαΐδος) εξαφανίζονται με αυτό τον τρόπο, ενώ αλλού τα νερά μειώνονται κατά 20-80%, όπως συμβαίνει στη λίμνη Νησί της Έδεσσας. Ας προσθέσουμε ότι τα καρστικά νερά καμιά φορά σχηματίζουν και ολόκληρα τεράστια υπόγεια σπήλαια (όπως ή περίφημη Βλυχάδα, το Σπήλαιο Δηρού της Μάνης). Μερικές φορές σε τέτοιες περιστάσεις, οι οροφές κατακρημνίζονται και ανοίγουν στην επιφάνεια διάφορες στρογγυλές χοάνες, γνωστές ως «βουλιαγμένες». Και ή πασίγνωστη Βουλιαγμένη της Αθήνας σ’ αυτή την ομάδα ανήκει.

Τα νερά αυτά, όπως είπαμε, αναβλύζουν πολλές φορές πλούσια σε αποστάσεις δεκάδων χιλιομέτρων και σχηματίζουν μεγάλες πηγές, που είναι γνωστές σαν «κεφαλάρια» (Άργος, Κρύα Βρύση της Λιβαδειάς, Πηγή της Σουβάλας κλπ.), ενώ αλλού σχηματίζονται ή εμπλουτίζονται ποταμοί (Ευρώτας, Καλαμάς, Λούρος, Λάδων, Γοργοπόταμος κλπ.).

Συνολικά όμως και γενικά το καρστικό φαινόμενο είναι επιζήμιο για την «πολύδιψον» Ελλάδα. Και τούτο, γιατί το μεγαλύτερο μέρος των πολύτιμων νερών της επιφάνειας, πού διαρρέει μέσα από αυτούς τους αγωγούς, χάνεται στο υπέδαφος. Ένα άλλο μέρος απ’ αυτά νερά εκβάλλει στις ακτές, όπου το νερό των πηγών αναμειγνύεται με το θαλάσσιο και γίνεται υφάλμυρο. Άλλοτε πάλι χύνεται μέσα στη θάλασσα, οπότε σχηματίζονται τα λεγόμενα «μάτια», πού συνήθως είναι ορατά από την ακτή σαν κηλίδες ανοιχτόχρωμες μέσα στο θαλασσινό γαλάζιο (π.χ. το «μάτι» τού Κιβερίου στην Αργολίδα, πού το διακρίνει κανείς εύκολα από την παραλιακή οδό Άργους - Άστρους).

Από την ύπαρξη μιας τέτοιας καταβόθρας πάνω στην Οίτη, το αρχαίο όνομα του βουνού, ασήμαντο άλλωστε όπως έμοιαζε, εξαφανίσθηκε, ενώ τη θέση του πήρε ή λέξη καταβόθρα. Στα δημοτικά τραγούδια τής Ρούμελης η Οίτη είναι γνωστή μόνο ως Καταβόθρα. Ιδού δύο παραδείγματα. Στο πρώτο κουβεντιάζουν τα βουνά της Ρούμελης:


Η Λιάκουρα της Λιβαδειάς κ’ ή Γκιόνα των Σαλώνων

και τα Βαρδούσια τα ψηλά λένε της Καταβόθρας.


Στο δεύτερο παράδειγμα ό απατημένος Κλέφτης, την ώρα πού δολοφονημένος ψυχορραγεί, στέλνει μηνύματα στους συντρόφους του πού βρίσκονται ψηλά στην Οίτη:


Εσείς, πουλιά της Λιάκουρας κι’ Αηδόνια του Σαλώνου

κ’ εσύ, πετρίτη γλήγορε, που πας στις Καταβόθρες,

χαιρέτα μου την κλεφτουριά, το Γιάννη Δυοβουνιώτη,

Τούρκους να μην πιστέψουνε κι αγάδες Σαλωνίτες.

 

 


Η λίμνη των Γιαννιτσών


Στην Κεντρική Μακεδονία υπήρχε άλλοτε και μια άλλη σημαντική λίμνη περίφημη λίμνη των Γιαννιτσών ή και Λίμνη Πάικου. Γεμάτη έλη και καλάμια, αληθινά αόρατη από τούς πυκνούς καλαμιώνες της, αποτελούσε μεγάλη μακεδονική πληγή. Στους βάλτους και στους καλαμιώνες της φώλιαζαν κατά τον Μακεδονικό Αγώνα (1900-1908) τα αντάρτικα σώματα τόσο των Μακεδονομάχων Ελλήνων, όσο και των Βουλγάρων κομιτατζήδων. Και είχε βαφτεί πολύ αίμα η βαλτώδης εκείνη λίμνη, που έκρυβε προστατευτικά πολλούς και αποφασιστικούς αντίπαλους και παρασκεύαζε για χάρη τους αμοιβαία θανάσιμες ενέδρες. Στα «Μυστικά του Βάλτου», το αγαπητό αυτό μυθιστόρημα της Πηνελόπης Δέλτα, ό αναγνώστης παρακολουθεί την αποκάλυψη μερικών απ’ αυτά τα μυστικά και γίνεται οικείος με τη ζωή και τις πολεμικές συνθήκες της λίμνης, σ’ εκείνα τα χρόνια. Αυτή είναι η βαλτώδης λίμνη των Γιαννιτσών. Αλλά με πρωτοβουλία του Ελευθερίου Βενιζέλου και με ένα από τα μεγαλύτερα τεχνικά έργα που είχαν γίνει μέχρι τότε στην Ελλάδα, ο απέραντος εκείνος βάλτος αποξηράθηκε  το 1930 και εξής και δόθηκαν τότε στην καλλιέργεια δεκάδες χιλιάδων στρεμμάτων μιας νέας γης που είναι πλουσιότατη σε απόδοση. Την ίδια ευτυχώς τύχη είχε στην Ανατολική Μακεδονία και η εκεί επίσης ελώδης λίμνη του Αχινού, που βρισκόταν στη λεκάνη του ποταμού Στρυμόνα.

 

 

Μακεδονική Φιλική ‘Εταιρεία

 

Το Ελληνικό έθνος για να αντιμετωπίσει τη δράση των Βουλγάρων κομιτατζήδων, που σκοπό είχε την άμεση προσάρτηση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία, αντέδρασε το 1904. Συγκεκριμένα στο Μοναστήρι, που σήμερα υπάγεται στη Γιουγκοσλαβία, με πρωτεργάτη τον Ίωνα Δραγούμη — που ήταν γιος μεγάλης μακεδονικής οικογένειας και που τότε υπηρετούσε εκεί ως προξενικός υπάλληλος — Ιδρύθηκε η «Μακεδονική Φιλική Εταιρεία». Από την Εταιρεία εκείνη συγκροτήθηκαν τα πρώτα ένοπλα σώματα των Μακεδόνων πολεμιστών. Αυτοί ήσαν οι περίφημοι «Μακεδονομάχοι» και είχαν αρχηγούς των δύο γενναίους σλαβόφωνους, τον Καπετάν Βαγγέλη και τον Καπετάν Κώττα. Εξ άλλου στην Αθήνα οργανώθηκε το «Μακεδονικό Κομιτάτο», που άρχισε να αποστέλλει αξιωματικούς που ήσαν αδειούχοι, και εθελοντές, που ήσαν κυρίως Κρητικοί αλλά και Μανιάτες. Όλοι αυτοί συγκροτούσαν άλλα ένοπλα σώματα. Έτσι σε λίγο η σύγκρουση Μακεδονομάχων και Κομιτατζήδων κατέστη αναπόφευκτη και σύντομα εξελίχθηκε σε έναν αληθινό, αιματηρό, συστηματικό και μακροχρόνιο κλεφτοπόλεμο. Είναι ευνόητο, ότι κάτω από τέτοιες πολεμικές συνθήκες η προσωπική παλικαριά και η ευφυΐα στους ελιγμούς αποτελούσαν τα δύο κύρια προσόντα, που έπρεπε να διαθέτουν οι ηγέτες των αντιπάλων.

 

 

Μελάς και Άγρας

 

Σε εκείνον τον αγώνα θυσιάστηκαν τότε πολλοί και εκλεκτοί αγωνιστές, μεταξύ των οποίων και ένδεκα θαρραλέα στελέχη του ελληνικού στρατού. Θρυλικός όμως έγινε ό θάνατος δύο κυρίως αξιωματικών: του υπολοχαγού Παύλου Μελά και του ανθυπολοχαγού Τέλου Άγαπηνού. Ο πρώτος ήταν αρχηγός της Δυτικής Μακεδονίας, και ήταν πασίγνωστος με το ψευδώνυμο Μίκης Ζέζας. Ακόμη έως τώρα τραγούδιουνται στη Μακεδονία τα δημοτικά τραγούδια που τον εξυμνούν. Έπειτα από προδοσία των Βουλγάρων, ό Μίκης Ζέζας κυκλώθηκε στις 13 Οκτωβρίου του 1904  από Τούρκους στο χωριό Σιάτιστα, που βρίσκεται ανάμεσα στην Καστοριά και τη Φλώρινα. Έπειτα από ηρωική αντίσταση ό Παύλος Μελάς σκοτώθηκε, σι σύντροφοι του όμως κατόρθωσαν και πήραν μαζί τους το πτώμα του και το έθαψαν κρυφά.

0 δεύτερος, ό Τέλος Άγαπηνός, υπήρξε επίσης θύμα προδοσίας. Ήταν γνωστός παντού με το ψευδώνυμο Καπετάν Άγρας. και ήταν αρχηγός στην περιοχή των Γιαννιτσών, όπου βρισκόταν και η μεγάλη ομώνυμη λίμνη των Γιαννιτσών που υπήρχε τότε εκεί. Τώρα η λίμνη εκείνη έχει αποξηραθεί από το ελληνικό κράτος και έχει μεταμορφωθεί σε κάμπο πλουσιότατο.

Τότε την κυριαρχία της λίμνης τη διεκδικούσαν και οι δύο αντίπαλες παρατάξεις. Μέσα στα βαλτονέρια της γίνονταν συχνές «ναυμαχίες» με πρωτότυπη στρατηγική και με τις ιδιόρρυθμες «πλάβες», τις βάρκες δηλαδή της λίμνης που δεν είχαν καρίνα. Περιγραφές των θανάσιμων κινδύνων και των επικών αγώνων, που γίνονταν τα χρόνια εκείνα μέσα στους ύπουλους καλαμιώνες των λιμνών της Μακεδονίας, μπορεί να τις βρει ο αναγνώστης στο βιβλίο της Πηνελόπης Δέλτα «Τα Μυστικά του Βάλτου». Επεδίωξε όμως ό Καπετάν Άγρας να συνεννοηθεί απ’ ευθείας με τούς Κομιτατζήδες, με σκοπό να παύσουν τη διαμάχη μεταξύ τους και να στραφούν από κοινού εναντίον των Τούρκων. Οι αρχικομιτατζήδες Ζλατάν και Χαζάψκυ του όρισαν τότε συνάντηση κοντά στη Νάουσα και εκεί ό Καπετάν Άγρας προσήλθε ανύποπτος, συνοδευμένος μόνο από έναν οπαδό. Έτσι έπεσε στην παγίδα του Ζλατάν, ο οποίος τον αιχμαλώτισε.

Οι Κομιτατζήδες παρέλαβαν τον Καπετάν Άγρα και δεμένο και ξυπόλητο, σαν τρόπαιο — ένα τρόπαιο προδοσίας —, τον περιφέρανε στα χωριά που είχαν στον έλεγχό τους και τον διαπόμπευαν, έως ότου τον απαγχόνισαν στις 7 Ιουνίου του 1907 στους κλώνους μιας καρυδιάς, έξω από το χωριό Τέχοβο. Στη μνήμη του μαρτυρικού θανάτου του αξιωματικού Αγαπηνού σήμερα το χωριό Τέχοβο λέγεται Καρυδιά, ενώ το γειτονικό χωριό Βλάντοβο, όπου και ετάφη, μετονομάσθηκε σε Άγρα.


Αλλά οι Μακεδονομάχοι πήραν γρήγορη και εντυπωσιακή την εκδίκηση. Λίγες ημέρες αργότερα ο αρχικομιτατζής Ζλατάν βρισκόταν μέσα στο παζάρι της Νάουσας. τον πλησίασε τότε ό Μανιάτης χωροφύλακας Ανδροβιτσανέας, που έγινε αργότερα ανώτερος αξιωματικός της χωροφυλακής, ενώ τότε ανήκε στο απόσπασμα του καπετάν Άγρα. και, μέσα στο πλήθος του κόσμου, άδειασε το περίστροφό του πάνω στο κεφάλι του Ζλατάν, που αμέσως σωριάστηκε νεκρός. και αποχώρησε έπειτα ό εκδικητής χωροφύλακας, χωρίς καμιά βιασύνη και χωρίς κανείς να τολμήσει να του επιτεθεί, αν και ανάμεσα στον ελληνικό πληθυσμό υπήρχαν μαζί με τον Ζλατάν και πολλοί ένοπλοι κομιτατζήδες. Τόση ήταν η γενική κατάπληξη, που είχε προκληθεί από το αιφνίδιο γεγονός.

 


Το στοιχειό στη λίμνη της Περιστέρας

 

Την παρακάτω παράδοση τη διηγήθηκε το 1898 ένας τσέλιγκας από το χωριό Περιβόλια της επαρχίας των Γρεβενών και τη δημοσίευσε το 1904 ο Ν. Πολίτης στο βιβλίο του «Παραδόσεις». Τα περιστατικά που αφηγείται ο τσέλιγκας, τα θεωρεί ότι συνέβησαν πενήντα περίπου χρόνια πριν, δηλαδή γύρω στα 1850. Η εποχή εκείνη κρατούσε ολοζώντανες τις παλαιικές δοξασίες, ήταν να πούμε μια εποχή «ηρωική», επειδή τότε άνθρωποι και προσωποποιημένες υπερφυσικές δυνάμεις έκαναν άφοβα συναναστροφή μεταξύ τους, όπως περίπου έσμιγαν και συνομιλούσαν θεοί και θνητοί στα χρόνια του Ομήρου. Το κείμενο του θρύλου για τη λίμνη της Περιστέρας έχει ως εξής:

«Η Περιστέρα το βουνό είναι ψηλό και ανηφορικό, και στην πιο ψηλότερη κορφή του είναι μια λίμνη, μικρή και άπατη. Έως τριακόσια μέτρα θα είναι απάνου κάτου, μα νερό έχει πολύ. Άλλη μια λίμνη είναι στο Ξεροβούνι. Εκεί όλα τα ζωντανά -πίνουν νερό, μόνο τα μεγάλα ζα και τα γίδια δεν -πλησιάζουν να πιουν, γιατί αυτά το καταλαβαίνουν ότι οι λίμνες είναι στοιχειωμένες. Και πραγματικά σε κάθε μιαν απ’ αυτές ήταν από ένας στοιχειωμένος.

Μια φορά, πάνε τώρα καμιά πενηνταριά χρόνια, όχι περισσότερα, βγήκαν οι στοιχειωμένοι να παλέψουν. Συμφωνήσανε, ό,τι θα στέλνει ό ένας στον άλλον, εκείνος να το δέχεται. Το στοιχειό το Ξεροβουνιού έριχνε στο άλλο μπάλες από χιόνι, και αυτό τις κατάπινε. Της Περιστέρας όμως το στοιχειό του έριχνε μπάλες καμωμένες από ξύγκι αρνιών, από τις μπόλιες όπως τις λέμε εμείς, και είχε βαλμένο μέσα μπόλικο αλάτι. Τις μπάλες αυτές τις είχε πάρει από έναν τσοπάνη. Πήγε και τον ανάγκασε να βγάλει τις μπόλιες από τα πρόβατά του, άνοιγε το στοιχειό κάθε πρόβατο, του έβγανε τη μπόλια το ξύγκι, ύστερα το έραβε -πάλι, και το αρνί δεν πάθαινε τίποτα. Άμα του έριξε πολλές μπόλιες, το στοιχειό από το Ξεροβούνι που τις κατάπινε, δεν μπόρεσε να βαστάξει και έσκασε. Τότες έτρεξε αμέσως της Περιστέρας το στοιχειό, του άνοιξε τα στήθια, του πήρε την καρδιά και την πέρασε στη σούβλα. Έβαλε και τον τσοπάνη, που στεκόταν εκεί κοντά και έβλεπε, να γυρίζει τη σούβλα για να την ψήσει. Εκείνος όμως δεν εδυνόταν, όχι μόνο γιατί η καρδιά ήταν μεγάλη και βαριά, αλλά πιο πολύ γιατί βάραινε επειδή ήτανε στοιχειωμένη. Τον διάταξε λοιπόν το στοιχειό τον τσοπάνη, να αλείψει το δάχτυλό του τρεις φορές στην καρδιά, και να το γλείψει. Πρώτη φορά που το έγλειψε, αισθάνθηκε να μεγαλώνει το σώμα του. Δεύτερη και Τρίτη φορά, εθέριεψε. Επήγε τότε και αυτός στη λίμνη και έμεινε μέσα, γιατί στοίχειωσε.

Ο τσοπάνης εκείνος από τότε χάθηκε, δεν ήξεραν τι έγινε. Μόνο σε έναν φίλο του παρουσιαζόταν που τον είχε κάμει βλάμη στο Βαγγέλιο. Αυτός ήταν γαλατάς, ήταν δηλαδή μπάτζιος καθώς λέμε εμείς. Μόνο σ’ αυτόν επαρουσιάστει, και του είπε να του φέρνει κάθε τόσο την κορφή, δηλαδή το απάνω μέρος από το γάλα που θα το κάνουν βούτυρο. Και του είπε ότι, αν θέλει καμιά φορά να τον ιδεί, να έρχεται στη λίμνη, να ανεβαίνει σ έναν άσπρο βράχο, να σουράη τη φλογέρα, τη τζαμάρα όπως την λέμε, και αυτός θα παρουσιάζεται. Μόνο τον όρκισε να μην ειπεί τίποτα σε κανέναν. Έτσι συνέβη πολλές φορές, ερχόταν ό φίλος και εσούραε, και παρουσιαζόταν ο στοιχειωμένος.

Μετά από καιρό όμως η μητέρα του τσοπάνη, που είχε πάντα την ελπίδα πώς δεν εχάθηκε ό γιος της, κάτι εννόησε. Τον εφορτώθη λοιπόν: «Εσύ ξέρεις που είναι ο Γιάννης μου». Γιάννη τον έλεγαν το στοιχειωμένο. Από δω λοιπόν τον είχε, από κει τον είχε, με τα παρακάλια, με τα δάκρυα, τη λυπήθη εκείνος και της λέει: «Άιντε, πάμε να τον ιδείς το Γιάννη». Την παίρνει λοιπόν και την πάει στην πέτρα που είχαν το σύνθημα, και την έκρυψε από πίσω του. Μόλις άρχισε να παίζει τη τζαμάρα, πετάχτηκε όξω ό στοιχειωμένος. Και καθώς τον είδε η γριά, χύνεται απάνω του να τον αγκαλιάσει και του φωνάζει: «Παιδάκι μου!» και δεν ηξέρω τι. Ταράχτηκε ό στοιχειωμένος, γυρίζει σε κείνον εκεί τον βλάμη του και του λέει: «Μπάτζιος ήσουνα, μπάτζιος να μείνεις. Να δουλεύεις μέρα και νύχτα, και προκοπή να μην κάμεις !». Και αμέσως χάθηκε από μπροστά τους.

Ύστερα από λίγον καιρό γινόταν πανηγύρι σε ένα γειτονικό χωριό, μακριά πάνω κάτω δυο ώρες από τη λίμνη. Εκεί που είχαν στήσει το χορό, παρουσιάζεται άξαφνα ό στοιχειωμένος και αρπάζει την καλύτερη κόρη του χωριού, που την ήξερε από καιρό, προτού να στοιχειώσει. Την πήρε, την πήγε μέσα στη λίμνη, τη στοίχειωσε κι’ εκείνη. Οι χωριανοί τα έχασαν, έμειναν σα μαρμαρωμένοι. Η νέα όμως είχε δυο αδέρφια παλικάρια, ατρόμητα και αντρειωμένα. Δε χάνουν λοιπόν εκείνα καιρό, παίρνουν στο κοντό το στοιχειό. Όταν όμως έφτασαν στη λίμνη, εκείνος πήδηξε μέσα με την κόρη και τούς σκέπασαν τα νερά. Τα παιδιά αποφάσισαν τότε να σκάψουν τη ράχη και ν ανοίξουν ρέμα για να χύσουν το νερό, να στύψη η λίμνη. Άνοιξαν λοιπόν ρέμα, ως κανά δυο μπόγια βαθύ, και άρχισε το νερό να τρέχει. Εκεί όμως εσείστηκε η γης και έπεσε ένας βράχος θεόρατος, να, σαν αυτή την κάμαρα εδώ, και έφραξε το ρέμα. Και φαίνονται ως τα τώρα και το ρέμα και ό βράχος. Απελπιστήκαν τότε τ’ αδέρφια της κι’ έφυγαν.

Πάνε τώρα κάμποσα χρόνια, θα ήταν στα 1876, που ένας γέρος, Καζάκο τον έλεγαν, μα το βαφτιστικό του όνομα δεν το θυμούμαι, που μου διηγήθηκε πώς λίγο πρωτύτερα, στα 73, πήγε ένα πρωί στη λίμνη, προτού να πάνε τα κοπάδια. και ότι είδε, λέει, τη γυναίκα του στοιχειωμένου που καθόταν απόξω από τη λίμνη και χτενίζονταν. Και άμα τον είδε εκείνη, χώθηκε αμέσως στη λίμνη, χωρίς να προφτάσει να πάρει τα πράματά της. Πλησίασε τότες ό γέρος και ηύρε το χτένι της, τον καθρέφτη και μια τουλούφα μαλλιά, πολύ όμορφα και χρυσά. Τα έμασε ο γέρος και τα πήρε. Το βράδυ όμως πήγε ό στοιχειωμένος στο γρέκι, που κοιμόταν αυτός με τα πρόβατα, του έδωκε ένα ξύλο καλό και του λέει: «Να πας πίσω τα πράματα εκεί που τα πήρες». Και τα πήγε ήθελε, δεν ήθελε».

Η πιο πάνω παράδοση δεν είναι σύντομη αφήγηση ενός μεμονωμένου περιστατικού, αλλά προχωρεί και γίνεται ικανοποιητική περιγραφή πολλών και αλλεπάλληλων επεισοδίων. Τέσσερες είναι οι ξεχωριστές οργανικές ενότητες του όλου μύθου, που ομολογουμένως είναι πολύπλοκος.

 

Στην πρώτη ενότητα έχομε τις λεπτομέρειες από την πάλη δύο γειτονικών στοιχειών, που κατοικούν μέσα σε δύο ορεινές λίμνες. Παρακολουθούμε τις λεπτομέρειες που είναι σχετικές πρώτα με το στοίχημα και τη διεξαγωγή του παλέματος, έπειτα με την επινόηση να χρησιμοποιηθούν μπάλες φτιαγμένες από ξύγκι και άφθονο αλάτι, ή με το σούβλισμα της καρδιάς του νικημένου αντιπάλου, και τέλος τις λεπτομέρειες για το πώς έγινε στοιχειωμένος και ό τσοπάνης που έτυχε θεατής στη σύγκρουση.

Δεύτερη ενότητα απαρτίζουν περιστατικά, σχετικά με τη νέα ζωή του στοιχειωμένου τσοπάνη. Η συνθηματική φλογέρα του αδερφοποιτού, αυτού που ήταν «βλάμης στο Βαγγέλιο» και είχε συνεννοηθεί να παίζει την «τζαμάρα», κάνει κάθε φορά τον στοιχειωμένο να παρουσιάζεται αμέσως. Ωστόσο ήρθε κάποτε το κρίσιμο επεισόδιο, που το προκάλεσε η ανυπόμονη λαχτάρα της μητρικής καρδιάς. ‘0λα είχαν προπαρασκευασθεί με επιμέλεια. Αλλά όταν η μητέρα ορμά ακράτητη να αγκαλιάσει τον Γιάννη της, ταραγμένος ό στοιχειωμένος γυρίζει προς τον «βλάμη του» και εξοργισμένος για την παρασπονδία, του ξεστομίζει τη βαριά κατάρα: «… και μπάτζιος να μείνεις. Να δουλεύεις μέρα και νύχτα, και προκοπή να μην κάμεις!»

Η τρίτη ενότητα κυριαρχείται από το πανελλήνια γνωστό μοτίβο της αρπαγής, από το δράκο, της πρωτοχορεύτριας του λατρευτικού χορού, ανήμερα στο πανηγύρι κάποιου Αγίου, συνήθως του Αι-Γιωργιού. Η ορθόδοξη εκδοχή σ’ αυτές τις περιπτώσεις απαιτεί να παρουσιάζεται ξαφνικά ό Άγιος που γιορτάζει, να καταδιώκει σύντονα τον απαίσιο Δράκο και τελικά η όλη μυθολογική υπόθεση να σφραγίζεται με την ευπρόσδεκτη δρακοντοκτονία, που απαλλάσσει οριστικά πια από τον τρόμο το εκκλησίασμα. Εδώ όμως στη μακεδονική παράδοση για το στοιχειό της Περιστέρας, το ρόλο του δρακοντοκτόνου Αγίου τον επιχειρούν ηρωικά στην αρχή, αλλά μάταια στη συνέχεια — οι δύο αδερφοί της κόρης που μέσα από το χορό την άρπαξε ο στοιχειωμένος τσοπάνης.

Η τέταρτη και τελευταία ενότητα μας επαναφέρει κάπως σε όσα γνωρίσαμε έξι σελίδες πιο πάνω, σχετικά με την ιστορία της Χρυσομαλλούσας, που τη βρήκε η γριά έξω από τη βρύση. Και εδώ η κόρη που την άρπαξε ό στοιχειωμένος της λίμνης, έγινε και αυτή μια στοιχειωμένη. Αλλάζοντας τη θνητή φύση με την υπερφυσική των στοιχειών, η νέα εκείνη κατοικεί τώρα μέσα στα βάθη του νερού της λίμνης, αλλά και βγαίνει, οπόταν το θελήσει, έξω στην όχθη και εκεί ασχολείται αμέριμνα και φιλάρεσκα με το χτένισμα των μαλλιών της. Ο γέρος που ένα βαθύ πρωινό ζύγωσε στα 1873, ο Καζάκος όπως τον έλεγαν, και θέλησε να πάρει μαζί του Τα «πειστήρια» αυτού του απροσδόκητου οράματος και του χτενίσματος, — το χτένι, τον καθρέφτη, την τουλούπα τα χρυσά μαλλιά—, πλήρωσε αρκετά ακριβά αυτή του την απερισκεψία. Τι θέλει ένας θνητός και χώνεται ανάμεσα στα έργα και στη ζωή των αθανάτων; Καλά να πάθη λοιπόν.

 

Θεσσαλία

 

Φυσικο-γεωγραφικά η Θεσσαλία είναι μια περιοχή πολύ ιδιόρρυθμη: Αποτελείται από μια μεγάλη πεδιάδα, που την περιβάλλει ένα στεφάνι από ψηλά βουνά. Η πεδιάδα φαίνεται ότι άλλοτε, σε χρόνους πολύ παλαιούς, αποτελούσε μια λίμνη που τη σχημάτιζαν τα νερά των χειμάρρων από τα γύρω βουνά. Είτε όμως από τη διαβρωτική ενέργεια των νερών, είτε έπειτα από κάποιον τεκτονικό σεισμό, κάποτε ο κλοιός των βουνών εκείνων έσπασε. Τούτο συνέβη ανάμεσα στον Όλυμπο και την Όσσα, τον σημερινό Κίσαβο. και τότε σχηματίσθηκε η κοιλάδα των Τεμπών. ‘Απ’ αυτή την κοιλάδα διέρρευσε και χύθηκε στο Αιγαίο πέλαγος ο όγκος των υδάτων της πελώριας λίμνης. Δεν απέμειναν από τότε στη Θεσσαλική λεκάνη Παρά μόνο δύο λίμνες, η Βοϊβηίς, που λέγεται αργότερα και Κάρλα, και η Νεσωνίς.

Αλλά κατά την ελληνική μυθολογία, εκείνος που άνοιξε τα Τέμπη με προσωπικό μόχθο του, κατασκευάζοντας μια διώρυγα, έναν αυλώνα, απ’ όπου και χύθηκαν τα νερά της λίμνης, ήταν ο θεός Ποσειδών. Γι’ αυτό το λόγο και η λατρεία του Ποσειδώνος ήταν, σε όλη τη Θεσσαλία, πολύ διαδεδομένη και είχαν καθιερωθεί προς τιμή του διάφοροι εορτασμοί.



Η χώρα των μεγάλων μύθων

 

Η Θεσσαλία, με το στεφάνι των ψηλών βουνών ολόγυρα της, με τις  εκτεταμένες πεδιάδες της στο κέντρο, και με τους μακριούς ποταμούς και τις  λίμνες της ανάμεσα, κέντρισε ενωρίς τη γόνιμη φαντασία των αρχαίων Ελλήνων. Αποτέλεσμα ήταν να τοποθετηθούν σ’ αυτή την περιοχή πολλοί μύθοι, που αναφέρονται σε θεούς, σε ήρωες, σε τέρατα και σε γεγονότα σημαντικά.

Παλαιότερος θεσσαλικός μας είναι ο του Δευκαλίωνος, ο οποίος υπήρξε γιος του Προμηθέως και της Κλυμένης ή της Πανδώρας.

Βασίλευσε ο Δευκαλίων στη θεσσαλική Φθιώτιδα, η αλλιώς τη Φθία, με τη σύζυγό του Πύρρα, από την οποία η Θεσσαλία ονομαζόταν τότε και Πυρραία. Επί των ήμερών του συνέβη ο μεγάλος κατακλυσμός, που τον αναφέρει η ελληνική μυθολογία. Δεν αποκλείεται ο κατακλυσμός αυτός — που ασφαλώς ανατρέχει μυθολογικά στον παγκόσμιο Κατακλυσμό και επιβιώνει σα μακρινή ανάμνηση σε πολλούς λαούς —, να συνδέεται παράλληλα με τη συγκλονιστική διάνοιξη της κοιλάδας των Τεμπών και την εξόρμηση προς το Αιγαίο των νερών της μεγάλης θεσσαλικής λίμνης. Γιος του Δευκαλίωνος ήταν ο ‘Ελλην. Ήταν -πεπρωμένο να είναι αυτός που θα γινόταν ο ονοματοθέτης το Ελληνικού λαού, δίνοντας το όνομά του σε όλες τις φυλές του ελλαδικού χώρου. Έλληνες λοιπόν είναι οι άνθρωποι, που είναι απόγονοι εκείνου που γεννήθηκε πρώτος, έπειτα από τον μεγάλο κατακλυσμό.

 

 

Η λίμνη Κάρλα, η Βοϊβηίς των αρχαίων


Ολόκληρη η
θεσσαλική πεδιάδα είδαμε ότι ήταν σε προϊστορικά χρόνια μια απέραντη λίμνη. Από εκείνη την παλιά και μεγάλη θεσσαλική λίμνη απέμειναν αργότερα δύο υπολείμματα: Είναι οι λίμνες Βοϊβηίς, η λεγόμενη αλλιώς Κάρλα, και η Νεσωνίς. Κυριότερη από τις  δύο είναι η πρώτη, που σχηματίζεται στις προσβάσεις του Μαυροβουνίου όρους και έχει επιφάνεια 114 τετραγ. χιλιόμετρα. Έχει η Κάρλα άφθονα ψάρια, και είναι άβαθής με μια νησίδα στη μέση που ονομάζεται Μαγούλα. Στις όχθες της η λίμνη σχηματίζει τέλματα. Έπειτα από τον δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο αποφασίσθηκε η αποξήρανση της, με σκοπό να αποδοθούν στην καλλιέργεια τα εύφορα χώματά της. Κατασκευάσθηκε τότε γι’ αυτό το σκοπό μια σήραγγα μήκους 10.500 μέτρων και από εκεί τα νερά της λίμνης θα διοχετεύονταν στον Παγασητικό κόλπο. Ακολούθησαν όμως αργότερα άλλες νεότερες μελέτες ως προς την αρδευτική δυνατότητα του θεσσαλικού κάμπου. Το κέρδος σ’ αυτή τη δεύτερη Περίπτωση θα ήταν ομολογουμένως τεράστιο, αφού μεγάλα τμήματα του κάμπου θα κατορθωνόταν να γίνουν ποτιστικά. Αποφασίσθηκε τότε, ως προς το μέλλον της Κάρλας, το αντίθετο. Αντί δηλαδή να αποξηραθεί τελείως, αποφασίσθηκε να ενισχύεται από τα νερά τού Πηνειού, όταν αυτός πλημμυρίζει προς το ρεύμα Ασμάκι. Έτσι η Κάρλα, αν και έχει περιορισθεί σε μεγάλο βαθμό επειδή έγινε αποξήρανση των τελμάτων της, ωστόσο απόφυγε το θάνατο, και τώρα χρησιμεύει σαν ο κεντρικός υδροταμιευτήρας για την άρδευση των πεδιάδων της Λάρισας, τού Βόλου και τού Βελεστίνου.

 

 

Λίμνη Πλαστήρα

 

Η Θεσσαλία όμως απέκτησε κατά τα τελευταία χρόνια και μια νέα λίμνη, την τεχνητή λίμνη τού Ταυρωπού, (λίμνη Πλαστήρα), που βρίσκεται ανάμεσα στα όρη Βουτσικάκι και Ίταμος. Κατασκευάσθηκε η λίμνη αυτή στη θέση Καβάκια, με απόφραξη της κοίτης τού ποταμού Ταυρωπού η Μέγδοβα, που είναι παραπόταμος τού Αχελώου. Έχει η λίμνη χωρητικότητα 400 έκατομ. κυβικών νερού, είναι δηλαδή δεκαπλάσια από τη λίμνη τού Μαραθώνα. Το μήκος -τού φράγματός της είναι 220 μέτρα και το ύψος του 83 μέτρα. τα νερά της λίμνης κινούν τον ισχυρό υδροηλεκτρικό σταθμό του Μέγδοβα η Ταυρωπού και έπειτα διοχετεύονται με διώρυγα στην πεδιάδα της Καρδίτσας και στον Πηνειό ποταμό.

 

 

Ο Καράβας που θυμίζει προϊστορικούς θρύλους

 

Μια παράδοση από τα χωριά του κάμπου, γνωστή από το έτος 1884, μας πληροφορεί τα ακόλουθα: «Τον παλαιό καιρό όλη η Θεσσαλία ήταν Θάλασσα, και μόνο η κορυφή ενός βουνού στον κάμπο δεν ήταν σκεπασμένη από τα νερά. Σ’ αυτή την κορυφή βρίσκονται έως και σήμερα χαλκάδες σιδερένιοι, όπου έδεναν τα καράβια. Γι’ αυτό, το βουνό εκείνο το λένε Καράβα».

Φαίνεται ότι δε λησμονήθηκε ποτέ από τον λαό της Θεσσαλίας η αρχαία παράδοση ότι ο μεγάλος Θεσσαλικός κάμπος ήταν Κάποτε, σε χρόνους προϊστορικούς, μια πελώρια λίμνη. Ο αρχαίος γεωγράφος Στράβων αναφέρει ότι κατά την παλιά εποχή, όπως η παράδοση το βεβαιώνει, ο κάμπος ήταν λίμνη, επειδή είναι κλεισμένος γύρω απ’ όλα τα μέρη με βουνά, ενώ προς το μέρος της παραλίας ο τόπος είναι και εκεί πιο ψηλός από τον κάμπο. Το σχετικό αρχαίο κείμενο τού Στράβωνος έχει την επόμενη μορφή: «Το δε παλαιόν, ως λόγος, και ελιμνάζετο το πεδίον εκ τε των άλλων μερών όρεσι περιερχόμενων και της παραλίας μετεωρότερα των πεδίων εχούσης τα χωρία». Μόνο όταν άνοιξαν τα Τέμπη — από το ρήμα τέμνω, δηλαδή «τα Κομμένα» εκεί βουνά έγινε δυνατό και χύθηκαν στη Θάλασσα τα νερά της μεγάλης λίμνης.

Αυτός είναι ο αρχαιότατος πυρήνας τού νεοελληνικού θεσσαλικού θρύλου, η θύμηση δηλαδή ότι ο μεγάλος κάμπος, κλεισμένος από βουνά ολόγυρα, ήταν κάποτε μια λίμνη. Από εδώ κα πέρα όλα γίνονται εύκολα. Ανακαλύπτονται λεπτομέρειες, που ασφαλώς δεν υπήρξαν ποτέ, γιατί ούτε καράβια υπήρχαν τότε στη θεσσαλική λίμνη, ούτε το βουνό Καράβας γνωρίζουμε αν προεξείχε, ούτε χαλκάδες είχε εκεί για να δένουν τα καράβια.

Απλώς ένα νεοελληνικό τοπωνύμιο, που πιθανότατα δόθηκε για το σχήμα τού βουνού, επειδή μοιάζει σαν καράβι, έγινε η αφορμή για να επινοηθούν δευτερότερες λεπτομέρειες για χαλκάδες και καραβοστάσια. Δεν αποκλείεται όμως αυτοί οι περίεργοι συνδυασμοί να παραπλανήσουν, ίσως κάποτε, κάποιους ξένους αρχαιολόγους και να τους κάμουν να ψάχνουν στην περιοχή εκεί για πιθανά «λείψανα» από κάποια Προϊστορικά καράβια και οι χαλκάδες που δένονταν τα καράβια. Άλλωστε παρόμοιο — και ασφαλώς κωμικό ως σύνολο — είναι αυτό που έχει συμβεί με ευκολόπιστους Αμερικανούς αρχαιοδίφες, που ψάχνουν κάθε τόσο, κατά τα τελευταία χρόνια, στο Αραράτ της Τουρκικής Αρμενίας, πιστεύοντας ότι θα ανακαλύψουν κάπου εκεί «υπολείμματα από την Κιβωτό τού Νώε»!

 


Κωπαΐδα - Ξινιάδα

 

Η Κωπαΐδα ήταν η μεγαλύτερη λίμνη της Ελλάδας. Είχε μήκος 23 και πλάτος 13 χλμ. και βρισκόταν στη βόρεια Βοιωτία, προς νότο τού Ελικώνος. Οι αρχαίοι μνημονεύουν την Κωπαΐδα με διάφορα ονόματα. Από τον Όμηρο αποκαλείται Κηφισίς (από το όνομα του βοιωτικού ποταμού Κηφισού), ενώ από άλλους συγγραφείς ονομάζεται Ογχηστός, Ορχομενός και Αλίαρτος, από το όνομα διαφόρων πόλεων που ήσαν κτισμένες στις όχθες της. Τελικά επικράτησε και στους αρχαίους το όνομα Κωπαΐς, που οφείλεται στην πανάρχαιοι πόλη Κώπαι, οι οποίες ανήκαν στους Μινύες, λαό γεωργικό που κατέβεικε από τη Θεσσαλία.

Φαίνεται ότι οι δραστήριοι εκείνοι και πλούσιοι Μινύες είχαν αποξηράνει την Κωπαΐδα, που βρισκόταν σε υψόμετρο 95 μέτρα και αποτελούσε τη συνέχεια των πεδιάδων της Χαιρώνειας και τού Ορχομενού, Ο βυθός της Κωπαΐδας ήταν διάτρητος από 23 γεωλογικές σχισμές, τις λεγόμενες κοινώς «καταβόθρες». Ο Στράβων σαφώς αναφέρει ότι «ή λίμνη εκαλλιεργείτο». Πέρα όμως από την Πληροφορία τού Στράβωνος, απόδειξη αναμφισβήτητη της αποξηράνσεως αποτελούν τα τεράστια — και εκπληκτικά σε τεχνική — έργα των Μινύων, που έχουν αποκαλυφθεί κατά τις ανασκαφές. Είναι αρχαιότατα αρδευτικά έργα, που ακριβώς επειδή είναι αρδευτικά μέσα στην περιοχή της Κωπαΐδας, επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι ο βυθός της λίμνης είχε αποξηραθεί και εκαλλιεργείτο.

Στους ιστορικούς χρόνους η Κωπαΐδα ήταν λίμνη, που όμως αποξηραινόταν καμιά φορά κατά το καλοκαίρι, και στις όχθες της υπήρχαν πολλοί συνοικισμοί. Μετά την ίδρυση του ανεξάρτητου Ελληνικού Κράτους, άρχισαν μελέτες για να γίνει τεχνητή αποξήρανση της λίμνης. και κατά το 1865 οι σχετικές εργασίες ανατέθηκαν σε Γαλλική Εταιρεία. Η πραγματική όμως αποξηραντική προσπάθεια άρχισε το 1886 και ολοκληρώθηκε το 1931. Περίπου 200.000 στρέμματα νέας γης δόθηκαν τελικά στην καλλιέργεια και έχουν διανεμηθεί σε κοινότητες των επαρχιών Λεβαδείας, Θηβών και Λοκρίδας. Η απόδοση όμως της νέας \γης δεν ικανοποίησε τις  τεράστιες προσδοκίες που είχαν στηριχθεί σ αυτό το μεγάλο έργο.

Η Κωπαΐδα είναι διάσημη και για μια φονικότατη μάχη, που έγινε στην Περιοχή της στις 15 Μαρτίου του 1311, μεταξύ των Καταλανών και των 700 Φράγκων Ιπποτών της Στερεάς, της Πελοποννήσου και διαφόρων νήσων, που είχαν αρχηγό τους τον Δούκα των Αθηνών Βρυέννιο. Το μεγαλύτερο μέρος αυτών των Ιπποτών εξοντώθηκε στη μάχη εκείνη και οι Καταλανοί κυρίευσαν το Δουκάτο των Αθηνών, που το κράτησαν έπειτα επί 76 χρόνια, έως το έτος 1387.

Η λίμνη Ξυνιάς που βρίσκονταν 29 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Λαμίας σε υψόμετρο 490 μέτρων δεν υπάρχει σήμερα διότι έχει  αποξηραθεί με τεχνικά έργα και η επιφάνεια τού άλλοτε βυθού έχει μετατραπεί σε αγρούς.


Οι Στυμφαλίδες όρνιθες

 

Ελάχιστες και ασήμαντες είναι οι λίμνες στην Πελοπόννησο. Αξιολογότατη είναι η Στυμφαλία η Στυμφαλίς, που βρίσκεται στο χώρο της αρχαίας Αρκαδίας, σε οροπέδιο ύψους 620 μ. και ανάμεσα στα βουνά της Κυλλήνης, του Ολίγυρτου και του Φαρμακά. Από το βουνό Στύμφαλος η Στύμφηλος που είναι παρακλάδι της Κυλλήνης — και που το όνομά του το οφείλει στον Στύμφαλο, έναν από τους πενήντα γιούς τού Λυκάονος, τού μυθικού βασιλιά της Αρκαδίας — πηγάζει ο ομώνυμος μικρός ποταμός, που σχηματίζει τη λίμνη. Και έχει η λίμνη Στυμφαλία έκταση που κυμαίνεται από 11 τετραγ. χλμ. το χειμώνα. έως 4 τετραγ. χλμ. το καλοκαίρι, ενώ τα νερά της διαρρέουν με καρστικούς υπόγειους αγωγούς, για να αναβλύσουν ξανά ως πηγή τού ποταμού Ερασίνου στην Αργολίδα. Κάτω από το τελευταίο τούτο λόγιο όνομα Εράσινος κρύβεται το Περίφημο «Κεφαλάρι τού Άργους», με την πλούσια σε άφθονα νερά πηγή που βγαίνει μέσα από τους βράχους. Μοιάζει η πηγή αυτή σαν ένα θαύμα θεϊκό, γι’ αυτό και πολύ σωστά μέσα στη σπηλιά τού βράχου, που σχηματίζεται ακριβώς πάνω από το κεφαλάρι, είναι χτισμένη μια εκκλησιά.

Κοντά στις όχθες της Στυμφαλίας λίμνης υπήρχε η αρχαία πόλη Στύμφαλος. Αυτής της πόλεως οι κάτοικοι είχαν παντοτινή μάχη εναντίον της λίμνης, γιατί όταν έφραζαν οι καταβόθρες της, τα νερά της λίμνης πλημμύριζαν και απειλούσαν την πόλη. Εκεί στην αρχαία Στύμφαλο υπήρχε και ένα ονομαστό Ιερό της Στυμφαλίας Αρτέμιδος, μέσα στο οποίο βρισκόταν επίχρυσο το ξόανο της θεάς τού κυνηγίου.

Η λίμνη όμως Στυμφαλία ήταν γνωστή κυρίως για τον μυθικό θρύλο των «Στυμφαλίδων ορνίθων». Στυμφαλίδες όρνιθες ονομάζονταν κάποια τερατώδη αρπακτικά πτηνά, που ετρέφοντο με ανθρώπινη σάρκα και είχαν σιδερένια ράμφη που μπορούσαν να τα καρφώνουν σα βέλη. Ο Ηρακλής υποχρεώθηκε από τον Ευρυσθέα να αναλάβει και αυτόν τον δύσκολο και ριψοκίνδυνο άθλο. Εξεστράτευσε λοιπόν εναντίον τους και επειδή τα όρνεα εκείνα δεν έβγαιναν από τα νερά όπου ήσαν κρυμμένα, ο ήρωας — σύμφωνα με συμβουλή της θεάς Αθηνάς — χρησιμοποίησε δυνατά χάλκινα κρόταλα, που ο ήχος τους τρόμαζε τα όρνεα και τα έκανε να πετούν ξαφνιασμένα. Τότε ο Ηρακλής, που είναι γνωστό πόσο επιδέξιος χειριστής ήταν στο τόξο, τόξευε τις όρνιθες εκείνες και κατόρθωσε έτσι να σκοτώσει τις περισσότερες. Οι λίγες απ’ αυτές που κατόρθωσαν να σωθούν, κατέφυγαν σε ένα νησί του Εύξεινου Πόντου, όπου επετέθησαν εναντίον των Αργοναυτών, όταν οι τελευταίοι έπλεαν προς την Κολχίδα, για να πάρουν το θρυλικό «Χρυσόμαλλο δέρας».

Ο αυτοκράτορας Αδριανός είχε κατασκευάσει υδραγωγείο που εξασφάλιζε την ύδρευση της Κορίνθου και της Νεμέας από τα νερά της λίμνης.

Η λίμνη Στυμφαλία και σήμερα συγκεντρώνει πολλά υδρόβια πουλιά.


Λίμνες Τάκα, Φενεός, Τσιβλού

 

Κοντά στην Τρίπολη, 7 χιλιόμετρα νότια και δεξιά του δρόμου που οδηγεί προς τη Σπάρτη, είναι η λίμνη Τάκα με τις ονομαστές καταβόθρες.

 

Η λίμνη Φενεός της Κορινθίας, σήμερα χάρη στις καρστικές διαφυγές, είναι τελείως αποξηραμένη.

 

Στην ανατολική Αχαΐα (Αιγιαλεία) στο Δήμο Ακράτας, σε υψόμετρο 700 μέτρων η λίμνη Τσιβλού παρουσιάζει ενδιαφέρον ως βιότοπος, το δε τοπίο στην περιοχή χαρακτηρίζεται ιδιαίτερου φυσικού κάλλους. Έχει επιφάνεια λιγότερη από 200 στρέμματα αλλά βάθος που φτάνει τα 80 μέτρα. Δημιουργήθηκε από μια εντυπωσιακή σε μέγεθος κατολίσθηση το 1913 όταν το απέναντι βουνό κατέπεσε και έφραξε για σχεδόν ένα χρόνο τον γειτονικό ποταμό Κράθη. Το τοπίο συνδυάζει την αισθητική ομορφιά με την οικολογική σπουδαιότητα. Στις όχθες έχει αναπτυχθεί πλούσια βλάστηση πλατάνου, ελάτης και υψηλότερα από αυτές Μαύρης Πεύκης, ενώ καταγράφονται και σημαντικές ποσότητες ψαριών. Σήμερα αποτελεί δημοφιλή τουριστικό προορισμό. Βρίσκεται εντός των ορίων του μελλοντικού Εθνικού Πάρκου Χελμού - Βουραϊκού.

 

 

 

Κρήτη

 

Λίμνες σταθερές και άξιες του τίτλου, μπορούμε να πούμε, δεν υπάρχουν στην Κρήτη. Μόνο δύο λίμνες θα αναφέρουμε:

·        τού Αγίου Νικολάου στο Λασίθι

·        τού Κουρνά στα Αποκόρωνα

 

Επάνω στο οροπέδιο τού Λασιθίου τα νερά που κατρακυλούν από το στεφάνι των γύρω βουνών συγκεντρώνονται στη μία άκρη τού οροπεδίου και σε περίοδο ισχυρών βροχών σχηματίζουν εκεί μία λίμνη. Στο σημείο εκείνο βρίσκεται μια μεγάλη καταβόθρα, η Χώνα, που απορροφά όλα αυτά τα νερά, για να επανεμφανισθούν βορειότερα στη θέση Φλέβες κοντά στο χωριό Αβδού. Από εκεί τα νερά αυτά χύνονται σε μικρό ποταμό που εκβάλλει στον κόλπο τού Ηρακλείου.